- κραβάτα
- ηβλ. γραβάτα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γραβάτα — Λωρίδα υφάσματος με ποικίλο μέγεθος και σχήμα, που τυλίγεται και δένεται γύρω από τον λαιμό. Η καταγωγή της γ. είναι πολύ παλιά και μπορεί να αναζητηθεί στο ρωμαϊκό focale (είδος μάλλινου λαιμοδέτη που χρησιμοποιούσαν κυρίως ηλικιωμένα και… … Dictionary of Greek
cravată — CRAVÁTĂ, cravate, s.f. Accesoriu al îmbrăcămintei (bărbăteşti), constând dintr o fâşie îngustă de stofă, de mătase etc. care se înnoadă la gât şi ale cărei capete sunt de obicei lăsate să atârne pe piept. ♢ (Ieşit din uz) Cravată roşie (sau de… … Dicționar Român